- μεταλλομιγής
- -έςφρ. «μεταλλομιγής λίθος»(ορυκτ.) λίθος αναμεμιγμένος ή εμποτισμένος με μετάλλευμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. θηριο-μιγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.